διατεθειμένος

διατεθειμένος
[диаггэтимэнос]εκ. расположенный, настроенной.

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "διατεθειμένος" в других словарях:

  • διατεθειμένος — διατίθημι arrange perf part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διατίθεμαι — διατίθεμαι, διατέθηκα, διατεθειμένος βλ. πίν. 138 Σημειώσεις: (διαθέτω) – διατίθεμαι : η μτχ. διατεθειμένος χρησιμοποιείται κυρίως σε εκφράσεις όπως: δεν είναι διατεθειμένος (→ δεν έχει σκοπό) να κάνει υποχωρήσεις …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • παραβατικός — ή, όν, Α [παραβατός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή είναι διατεθειμένος σε παράβαση, σε αθέτηση 2. αυτός που ανήκει ή ο σχετικός με την παράβαση τής αρχαίας αττικής κωμωδίας. επίρρ... παραβατικῶς Α φρ. «παραβατικῶς ἔχω τινός» είμαι… …   Dictionary of Greek

  • συμπαραληπτικός — ή, όν, Α [συμπαραληπτός] 1. ο διατεθειμένος να δεχθεί, να πάρει κάποιον μαζί του ως μέτοχο ή ως συνεργό 2. ο διατεθειμένος να συναναστραφεί με κάποιον …   Dictionary of Greek

  • διαθέτω — διαθέτω, διέθεσα βλ. πίν. 137 Σημειώσεις: (διαθέτω) – διατίθεμαι : η μτχ. διατεθειμένος χρησιμοποιείται κυρίως σε εκφράσεις όπως: δεν είναι διατεθειμένος (→ δεν έχει σκοπό) να κάνει υποχωρήσεις …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • έτοιμος — η, ο (ΑΜ ἕτοιμος, η, ον και ἕτοιμος, ον Α και ἑτοῑμος, η, ον και ἑτοῑμος, ον) 1. ο παρασκευασμένος, ο προετοιμασμένος για κάτι, ο πρόχειρος, ο διαθέσιμος, ο κατάλληλος για άμεση χρήση (α. «ὀνείαθ ἑτοῑμα προκείμενα», Ομ. Οδ. β. «καί τοι ταῡτα… …   Dictionary of Greek

  • ακολουθητικός — ή, ό (Α ἀκολουθητικός, ή, ὸν) [ἀκολουθῶ] νεοελλ. 1. εξακολουθητικός, συνεχής 2. αυτός που ακολουθεί, ο επόμενος 3. επίρρ. ακολουθητικά και κώς α) συνεχώς β) κατά συνέπεια αρχ. ο διατεθειμένος, ο πρόθυμος να ακολουθεί …   Dictionary of Greek

  • αλλοτριάζω — ἀλλοτριάζω (Α) [ἀλλότριος] είμαι εχθρικά διατεθειμένος προς κάποιον …   Dictionary of Greek

  • αναθρονίζομαι — και ιάζομαι 1. ξαναθρονιάζομαι, ανεβαίνω πάλι στον θρόνο 2. κάθομαι άνετα, αναπαυτικά, χωρίς να φαίνομαι διατεθειμένος να σηκωθώ, στρογγυλοκάθομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + θρονίζομαι. Η λ. μαρτυρεἰται από το 1892 στην εφημερίδα Εστία. ΠΑΡ.… …   Dictionary of Greek

  • αντιστατικός — ή, ο (Α ἀντιστατικός, ή, όν) νεοελλ. αυτός που περιορίζει τον σχηματισμό στατικού ηλεκτρισμού αρχ. ο διατεθειμένος, ο πρόθυμος ν αντισταθεί …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»